1. Λέξη
    σταυρόλεξο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σταυρός)
  2. Συνώνυμα
    • κρίσ-κρος
    • λεξικόπαιγνίδι
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Παιγνίδι λέξεων που αποτελείται από ένα πλέγμα τετραγώνων, τα οποία πρέπει να συμπληρωθούν με γράμματα για να σχηματιστούν λέξεις που διαβάζονται οριζόντια και κάθετα, με βάση τις δεδομένες ενδείξεις.
    • Μια μορφή ψυχαγωγίας που συνδυάζει τη γνώση της γλώσσας και τη λογική σκέψη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κάθε Κυριακή λύνω το σταυρόλεξο της εφημερίδας.
    • Το σταυρόλεξο ήταν τόσο δύσκολο που χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω λεξικό.
    2