Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταυρός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σταυρόλεξο
-
σταυρώσω
-
σταυρώνω
-
σταθερός
)
Συνώνυμα
ξύλο
σταυρωτό ξύλο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα σύμβολο ή αντικείμενο που αποτελείται από δύο ξύλα ή ράβδους που τέμνονται κάθετα, συχνά συνδεδεμένο με τη θρησκεία και τη θρησκευτική λατρεία.
Στην αρχαιότητα, ένα εργαλείο εκτέλεσης που χρησιμοποιούνταν για την σταύρωση.
2
Παραδείγματα
Ο σταυρός είναι ένα σημαντικό σύμβολο στον Χριστιανισμό.
Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τον σταυρό ως μέθοδο εκτέλεσης.
2