1. Λέξη
    σταυρός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σταυρόλεξο - σταυρώσω - σταυρώνω - σταθερός)
  2. Συνώνυμα
    • ξύλο
    • σταυρωτό ξύλο
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα σύμβολο ή αντικείμενο που αποτελείται από δύο ξύλα ή ράβδους που τέμνονται κάθετα, συχνά συνδεδεμένο με τη θρησκεία και τη θρησκευτική λατρεία.
    • Στην αρχαιότητα, ένα εργαλείο εκτέλεσης που χρησιμοποιούνταν για την σταύρωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σταυρός είναι ένα σημαντικό σύμβολο στον Χριστιανισμό.
    • Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τον σταυρό ως μέθοδο εκτέλεσης.
    2