1. Λέξη
    σταύρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διασταύρωση - στείρωση)
  2. Συνώνυμα
    • σταύρωμα
    • ανασταύρωση
    • σταυροφορία
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσταύρωση
    • απελευθέρωση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταυρώνω, δηλαδή τη σύνδεση ή τη διασταύρωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων.
    • Στη θρησκεία, η πράξη του να σταυρώνουν κάποιον, ιδιαίτερα αναφέρεται στη σταύρωση του Ιησού Χριστού.
    • Στη βιολογία, η διαδικασία της διασταύρωσης δύο οργανισμών για τη δημιουργία υβριδίων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η σταύρωση των δρόμων δημιουργεί μια πλατεία.
    • Η σταύρωση του Χριστού είναι ένα κεντρικό γεγονός του Χριστιανισμού.
    • Η σταύρωση δύο διαφορετικών ειδών φυτών μπορεί να δώσει νέα ποικιλία.
    3