Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταύρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διασταύρωση
-
στείρωση
)
Συνώνυμα
σταύρωμα
ανασταύρωση
σταυροφορία
3
Αντώνυμα
αποσταύρωση
απελευθέρωση
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταυρώνω, δηλαδή τη σύνδεση ή τη διασταύρωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων.
Στη θρησκεία, η πράξη του να σταυρώνουν κάποιον, ιδιαίτερα αναφέρεται στη σταύρωση του Ιησού Χριστού.
Στη βιολογία, η διαδικασία της διασταύρωσης δύο οργανισμών για τη δημιουργία υβριδίων.
3
Παραδείγματα
Η σταύρωση των δρόμων δημιουργεί μια πλατεία.
Η σταύρωση του Χριστού είναι ένα κεντρικό γεγονός του Χριστιανισμού.
Η σταύρωση δύο διαφορετικών ειδών φυτών μπορεί να δώσει νέα ποικιλία.
3