Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στείρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στείρα
-
στείρος
-
σταύρωση
)
Συνώνυμα
αποστείρωση
στειρότητα
2
Αντώνυμα
γονιμότητα
αναπαραγωγή
2
Ορισμός
Η αδυναμία ενός οργανισμού να αναπαραχθεί.
Η διαδικασία της καταστροφής όλων των μικροοργανισμών σε ένα αντικείμενο ή περιβάλλον.
2
Παραδείγματα
Η στείρωση των χειρουργικών εργαλείων είναι απαραίτητη για την πρόληψη λοιμώξεων.
Η στείρωση των κατοικιδίων βοηθά στον έλεγχο του πληθυσμού τους.
2