Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στεγνώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
στεγνώσω
-
στεγνός
)
Συνώνυμα
αφυδατώνω
ξεραίνω
αποξηραίνω
3
Αντώνυμα
υγραίνω
ποτίζω
βρέχω
3
Ορισμός
Αφαιρώ την υγρασία από κάτι.
Κάνω κάτι να γίνει στεγνό.
Μειώνω την υγρασία σε ένα περιβάλλον ή αντικείμενο.
3
Παραδείγματα
Ο ηλιος στεγνώνει τα ρούστα που κρέμονται στο μπαλκόνι.
Χρησιμοποιώ στεγνωτήριο για να στεγνώσω τα ρούχα μου γρήγορα.
Οι αγρότες στεγνώνουν τα σιτηρά πριν τα αποθηκεύσουν.
3