1. Λέξη
    στεγνώσω (ρήμα) - (παρόμοια: στεγνώνω - στεγνός)
  2. Συνώνυμα
    • ξεραίνω
    • αφυδατώνω
    • αποξηραίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • υγραίνω
    • ποτίζω
    • βρέχω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να χάσει την υγρασία του, να γίνει στεγνό.
    • Αφαιρώ την υγρασία από κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να στεγνώσεις τα ρούχα πριν τα φορέσεις.
    • Ο ήλιος στεγνώνει γρήγορα τα πλυμένα πιάτα.
    2