Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στεγνώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
στεγνώνω
-
στεγνός
)
Συνώνυμα
ξεραίνω
αφυδατώνω
αποξηραίνω
3
Αντώνυμα
υγραίνω
ποτίζω
βρέχω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να χάσει την υγρασία του, να γίνει στεγνό.
Αφαιρώ την υγρασία από κάτι.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να στεγνώσεις τα ρούχα πριν τα φορέσεις.
Ο ήλιος στεγνώνει γρήγορα τα πλυμένα πιάτα.
2