1. Λέξη
    στεναγμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αναστεναγμός - στενός)
  2. Συνώνυμα
    • αναστεναγμός
    • βοή
    • κλάμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαρά
    • γέλιο
    • ευτυχία
    3
  4. Ορισμός
    • Ήχος που εκπέμπεται από κάποιον που νιώθει πόνο, θλίψη ή δυσφορία.
    • Εκφραστική αναπνοή που δηλώνει βαθιά θλίψη ή αγωνία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στεναγμός του μαρτύρησε τον πόνο που ένιωθε.
    • Με έναν βαθύ στεναγμό, ξεφούσκωσε από την κούραση.
    2