1. Λέξη
    στενός (επίθετο) - (παρόμοια: στεγνός - στεναγμός - στενάκι - στενεύω - στερεός - στενάζω - στενόμυαλος)
  2. Συνώνυμα
    • συμπαγής
    • στριφτός
    • πυκνός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευρύς
    • ανοιχτός
    • πλατύς
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει μικρό πλάτος ή διάσταση
    • που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χώρου ή ελευθερίας
    • που είναι περιορισμένος σε έκταση ή εμβέλεια
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν τόσο στενός που δύο αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να περάσουν ταυτόχρονα.
    • Η στενή γνώση του θέματος τον έκανε να φαίνεται αδύναμος κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
    2