Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στενός (επίθετο) - (παρόμοια:
στεγνός
-
στεναγμός
-
στενάκι
-
στενεύω
-
στερεός
-
στενάζω
-
στενόμυαλος
)
Συνώνυμα
συμπαγής
στριφτός
πυκνός
3
Αντώνυμα
ευρύς
ανοιχτός
πλατύς
3
Ορισμός
που έχει μικρό πλάτος ή διάσταση
που χαρακτηρίζεται από έλλειψη χώρου ή ελευθερίας
που είναι περιορισμένος σε έκταση ή εμβέλεια
3
Παραδείγματα
Ο δρόμος ήταν τόσο στενός που δύο αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να περάσουν ταυτόχρονα.
Η στενή γνώση του θέματος τον έκανε να φαίνεται αδύναμος κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
2