1. Λέξη
    στεναχωρηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: στεναχωρημένος - στεναχωριέμαι - στεναχώρια)
  2. Συνώνυμα
    • λυπάμαι
    • θλίβομαι
    • πικραίνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαίρομαι
    • ευχαριστιέμαι
    • ευτυχώ
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω βαθιά θλίψη ή λύπη για κάτι.
    • Εκφράζω θλίψη ή απογοήτευση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στεναχωρήθηκα πολύ όταν έμαθα τα νέα.
    • Μην στεναχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά.
    2