1. Συνώνυμα
    • λυπημένος
    • θλιμμένος
    • κατηφής
    3
  2. Αντώνυμα
    • χαρούμενος
    • ευτυχισμένος
    • περιχαρής
    3
  3. Ορισμός
    • που νιώθει λύπη ή θλίψη
    • που εκφράζει ή προκαλεί θλίψη
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο παππούς ήταν στεναχωρημένος όταν έμαθε τα νέα.
    • Η στεναχωρημένη έκφραση του προσώπου της έδειχνε πόσο τον πέρασε.
    2