1. Λέξη
    στενόμυαλος (επίθετο) - (παρόμοια: στενός)
  2. Συνώνυμα
    • ανοητος
    • βλακας
    • χαζος
    3
  3. Αντώνυμα
    • έξυπνος
    • ευφυής
    • οξυδερκής
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει περιορισμένη νοημοσύνη ή κατανόηση
    • που δείχνει έλλειψη ευφυΐας ή κρίσης
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στενόμυαλος άνθρωπος δυσκολεύεται να καταλάβει απλές έννοιες.
    • Η στενόμυαλη απάντησή του έδειξε ότι δεν είχε καταλάβει το πρόβλημα.
    2