1. Λέξη
    στερεοφωνικός (επίθετο) - (παρόμοια: συμφωνικός - στερεός)
  2. Συνώνυμα
    • ηχογραφημένος
    • ηχητικός
    • φωνητικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • άηχος
    • σιωπηλός
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την ηχογράφηση ή την αναπαραγωγή ήχου που δίνει την ψευδαίσθηση του τρισδιάστατου χώρου.
    • Που αφορά ήχους που έχουν καταγραφεί ή αναπαραχθεί με τρόπο που δίνει την αίσθηση του βάθους και της διεύθυνσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σε στερεοφωνική έκδοση.
    • Η στερεοφωνική συσκευή προσφέρει μια πιο ρεαλιστική ακουστική εμπειρία.
    2