Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στερεοφωνικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συμφωνικός
-
στερεός
)
Συνώνυμα
ηχογραφημένος
ηχητικός
φωνητικός
3
Αντώνυμα
άηχος
σιωπηλός
2
Ορισμός
Σχετικός με την ηχογράφηση ή την αναπαραγωγή ήχου που δίνει την ψευδαίσθηση του τρισδιάστατου χώρου.
Που αφορά ήχους που έχουν καταγραφεί ή αναπαραχθεί με τρόπο που δίνει την αίσθηση του βάθους και της διεύθυνσης.
2
Παραδείγματα
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σε στερεοφωνική έκδοση.
Η στερεοφωνική συσκευή προσφέρει μια πιο ρεαλιστική ακουστική εμπειρία.
2