Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στερλίνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στερώ
)
Συνώνυμα
αγνός
καθαρός
άψογος
3
Αντώνυμα
βρώμικος
μολυσμένος
ελαττωματικός
3
Ορισμός
Πολύ καθαρός, αγνός, χωρίς καμία ατέλεια ή μόλυνση.
Αυτός που δεν έχει υποστεί καμία μόλυνση ή αλλοίωση.
2
Παραδείγματα
Η στερλίνα ποιότητα του νερού ήταν εντυπωσιακή.
Η φωνή της ήταν στερλίνα, χωρίς καμία παραμόρφωση.
2