1. Λέξη
    στερώ (ρήμα) - (παρόμοια: στερεό - στεριά - στερεός - στερεύω - στερλίνα)
  2. Συνώνυμα
    • ελλείπω
    • λείπω
    • αποτυγχάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • παρουσιάζομαι
    • υπάρχω
    • διαθέτω
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην έχω κάτι που χρειάζομαι ή που θα έπρεπε να έχω.
    • Να μην είμαι παρών σε ένα μέρος όπου θα έπρεπε να βρίσκομαι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στερείται βασικών γνώσεων για να ολοκληρώσει την εργασία.
    • Στέρησε από τη συνάντηση χωρίς να ειδοποιήσει.
    2