Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στερώ (ρήμα) - (παρόμοια:
στερεό
-
στεριά
-
στερεός
-
στερεύω
-
στερλίνα
)
Συνώνυμα
ελλείπω
λείπω
αποτυγχάνω
3
Αντώνυμα
παρουσιάζομαι
υπάρχω
διαθέτω
3
Ορισμός
Να μην έχω κάτι που χρειάζομαι ή που θα έπρεπε να έχω.
Να μην είμαι παρών σε ένα μέρος όπου θα έπρεπε να βρίσκομαι.
2
Παραδείγματα
Στερείται βασικών γνώσεων για να ολοκληρώσει την εργασία.
Στέρησε από τη συνάντηση χωρίς να ειδοποιήσει.
2