Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στηθοσκόπιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ωροσκόπιο
)
Συνώνυμα
θωρακοσκόπιο
στηθοσκοπικό όργανο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση των ήχων του στήθους, κυρίως της καρδιάς και των πνευμόνων.
Συσκευή που βοηθά τους γιατρούς να διαγνώσουν ασθένειες ή ανωμαλίες στον θώρακα.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός χρησιμοποίησε το στηθοσκόπιο για να ελέγξει τον καρδιακό ρυθμό του ασθενούς.
Το στηθοσκόπιο είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για κάθε παθολόγο.
2