1. Λέξη
    στηθοσκόπιο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ωροσκόπιο)
  2. Συνώνυμα
    • θωρακοσκόπιο
    • στηθοσκοπικό όργανο
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση των ήχων του στήθους, κυρίως της καρδιάς και των πνευμόνων.
    • Συσκευή που βοηθά τους γιατρούς να διαγνώσουν ασθένειες ή ανωμαλίες στον θώρακα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός χρησιμοποίησε το στηθοσκόπιο για να ελέγξει τον καρδιακό ρυθμό του ασθενούς.
    • Το στηθοσκόπιο είναι ένα απαραίτητο εργαλείο για κάθε παθολόγο.
    2