1. Λέξη
    στηρίξουν (ρήμα) - (παρόμοια: στηρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • υποστηρίζουν
    • εξασφαλίζουν
    • ενισχύουν
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποθαρρύνουν
    • αποδυναμώνουν
    • καταστέλλουν
    3
  4. Ορισμός
    • Να παρέχουν στήριξη ή βοήθεια σε κάποιον ή κάτι.
    • Να ενισχύουν ή να διατηρούν κάτι σε σταθερή κατάσταση.
    • Να εγγυώνται ή να εμπιστεύονται κάποιον ή κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι φίλοι πρέπει πάντα να στηρίξουν ο ένας τον άλλον στις δύσκολες στιγμές.
    • Η κυβέρνηση θα στηρίξει τα μέτρα για την ανάπτυξη της οικονομίας.
    • Οι γονείς του τον στηρίξουν σε κάθε του απόφαση.
    3