Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στηρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
στηρίζομαι
-
υποστηρίζω
-
στηρίξουν
)
Συνώνυμα
υποστηρίζω
εξασφαλίζω
ενισχύω
3
Αντώνυμα
αποθαρρύνω
αποδοκιμάζω
αποτρέπω
3
Ορισμός
Να παρέχω υποστήριξη ή βοήθεια σε κάποιον ή κάτι.
Να στηρίζομαι σε κάτι για να παραμείνω όρθιος ή σταθερός.
Να ενισχύω ή να εγγυώμαι την αξιοπιστία κάποιου ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να στηρίξουμε τους φίλους μας στις δύσκολες στιγμές.
Το τραπέζι στηρίζεται σε τέσσερα πόδια.
Η εταιρεία θα στηρίξει οικονομικά το νέο εγχείρημα.
3