1. Λέξη
    στιγμή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στιγμούλα - στιγμιαία - στιγμιαίος - στιγμιότυπο)
  2. Συνώνυμα
    • λεπτό
    • χρονική στιγμή
    • σύντομο διάστημα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αιωνιότητα
    • μακροχρόνια περίοδος
    2
  4. Ορισμός
    • Μια πολύ μικρή χρονική περίοδος.
    • Μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σε μια στιγμή, όλα άλλαξαν.
    • Η στιγμή της αναγνώρισης ήταν μαγική.
    2