Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στιγμή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στιγμούλα
-
στιγμιαία
-
στιγμιαίος
-
στιγμιότυπο
)
Συνώνυμα
λεπτό
χρονική στιγμή
σύντομο διάστημα
3
Αντώνυμα
αιωνιότητα
μακροχρόνια περίοδος
2
Ορισμός
Μια πολύ μικρή χρονική περίοδος.
Μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
2
Παραδείγματα
Σε μια στιγμή, όλα άλλαξαν.
Η στιγμή της αναγνώρισης ήταν μαγική.
2