Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στιγμιότυπο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στιγμιαία
-
στιγμή
-
στερεότυπο
-
στιγμιαίος
)
Συνώνυμα
στιγμή
σύντομο διάστημα
παρατσούκλι
3
Αντώνυμα
αιωνιότητα
μακροχρόνια περίοδος
2
Ορισμός
Μια πολύ μικρή χρονική περίοδος.
Μια στιγμή που καταγράφεται ή θυμάται.
2
Παραδείγματα
Το φωτογραφικό μου μηχάνημα κατέγραψε ένα στιγμιότυπο από το πάρτι.
Αυτό το στιγμιότυπο της ζωής μου θα το θυμάμαι για πάντα.
2