Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στοιχηματίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
στοιχηματίζω
-
στοιχηματισμός
)
Συνώνυμα
ποντάρω
ριψοκινδυνεύω
τολμώ
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
απέχω
διστάζω
3
Ορισμός
Τοποθετώ χρήματα ή άλλες αξίες σε ένα γεγονός με αβέβαιο αποτέλεσμα, με την ελπίδα να κερδίσω περισσότερα.
Δέχομαι έναν κίνδυνο ή μια δυσάρεστη κατάσταση με την ελπίδα ενός θετικού αποτελέσματος.
2
Παραδείγματα
Αποφάσισα να στοιχηματίσω 50 ευρώ στον αγώνα.
Δεν θέλω να στοιχηματίσω την καριέρα μου σε αυτό το εγχείρημα.
2