1. Λέξη
    στοιχηματίσω (ρήμα) - (παρόμοια: στοιχηματίζω - στοιχηματισμός)
  2. Συνώνυμα
    • ποντάρω
    • ριψοκινδυνεύω
    • τολμώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • απέχω
    • διστάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ χρήματα ή άλλες αξίες σε ένα γεγονός με αβέβαιο αποτέλεσμα, με την ελπίδα να κερδίσω περισσότερα.
    • Δέχομαι έναν κίνδυνο ή μια δυσάρεστη κατάσταση με την ελπίδα ενός θετικού αποτελέσματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποφάσισα να στοιχηματίσω 50 ευρώ στον αγώνα.
    • Δεν θέλω να στοιχηματίσω την καριέρα μου σε αυτό το εγχείρημα.
    2