1. Λέξη
    στοιχηματίζω (ρήμα) - (παρόμοια: στοιχηματίσω - σχηματίζω - στοιχηματισμός - στοιχίζω)
  2. Συνώνυμα
    • ποντάρω
    • ριψοκινδυνεύω
    2
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • απέχω
    2
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ χρήματα ή άλλες αξίες σε μια πιθανή έκβαση με την ελπίδα να κερδίσω περισσότερα.
    • Δέχομαι έναν κίνδυνο ή μια αβεβαιότητα με την ελπίδα ενός θετικού αποτελέσματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Στοιχημάτισα 100 ευρώ ότι η ομάδα μου θα κερδίσει.
    • Δεν μου αρέσει να στοιχηματίζω με τα συναισθήματά μου.
    2