Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στοιχηματίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
στοιχηματίσω
-
σχηματίζω
-
στοιχηματισμός
-
στοιχίζω
)
Συνώνυμα
ποντάρω
ριψοκινδυνεύω
2
Αντώνυμα
αποφεύγω
απέχω
2
Ορισμός
Τοποθετώ χρήματα ή άλλες αξίες σε μια πιθανή έκβαση με την ελπίδα να κερδίσω περισσότερα.
Δέχομαι έναν κίνδυνο ή μια αβεβαιότητα με την ελπίδα ενός θετικού αποτελέσματος.
2
Παραδείγματα
Στοιχημάτισα 100 ευρώ ότι η ομάδα μου θα κερδίσει.
Δεν μου αρέσει να στοιχηματίζω με τα συναισθήματά μου.
2