Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στοργικός (επίθετο) - (παρόμοια:
στοργή
-
στοματικός
-
στρατηγικός
-
στατικός
)
Συνώνυμα
τρυφερός
αγαπητικός
στοργικός
3
Αντώνυμα
ψυχρός
αδιάφορος
αποστασιοποιημένος
3
Ορισμός
που εκφράζει ή προκαλεί στοργή, αγάπη και τρυφερότητα
που χαρακτηρίζεται από αγάπη και στοργή
2
Παραδείγματα
Η στοργική αγκαλιά της μητέρας του τον καθησύχασε.
Έδειξε στοργική συμπεριφορά απέναντι στα ζώα.
2