Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στοματικός (επίθετο) - (παρόμοια:
στατικός
-
σωματικός
-
σχηματικός
-
στατιστικός
-
στρατιωτικός
-
συστηματικός
-
θεματικός
-
στοργικός
-
συνταγματικός
-
συμπτωματικός
-
δραματικός
-
κλιματικός
-
συμβατικός
-
χρηματικός
-
θεαματικός
-
αρωματικός
-
τραυματικός
-
πνευματικός
-
πραγματικός
-
μαθηματικός
-
αξιωματικός
)
Συνώνυμα
προφορικός
φραστικός
λεκτικός
3
Αντώνυμα
γραπτός
άγραφος
2
Ορισμός
που αφορά το στόμα ή γίνεται με το στόμα
που εκφράζεται με λόγια και όχι γραπτά
2
Παραδείγματα
Η στοματική εξέταση από τον οδοντίατρο ήταν ανώδυνη.
Η στοματική παράδοση της ιστορίας διατηρείται σε πολλούς πολιτισμούς.
2