1. Λέξη
    στρατηγικά (επίρρημα) - (παρόμοια: στρατηγική - στρατηγικός - στρατηγός - στρατό - στρατός - στρατιά)
  2. Συνώνυμα
    • μεθοδικά
    • συστηματικά
    • οργανωμένα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοργάνωτα
    • χαοτικά
    • απροετοίμαστα
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που σχετίζεται με τη στρατηγική ή την αποτελεσματική προγραμματισμένη δράση.
    • Με τρόπο που στοχεύει στην επίτευξη μακροπρόθεσμων στόχων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία σχεδίασε στρατηγικά την επέκτασή της στην αγορά της Ασίας.
    • Οι κινήσεις του επιτελείου ήταν στρατηγικά σχεδιασμένες για να αντιμετωπίσουν την κρίση.
    2