Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρατό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στρατός
-
στρατιά
-
στρατόπεδο
-
στρατηγός
-
στρατώνας
-
στραβά
-
στρατάρχης
-
στρατολογώ
-
στρατηγικά
-
στρατηγική
-
στρατιώτης
-
στραβός
-
στρατιωτάκι
-
στρατονομία
-
στρατηγικός
-
στρατιωτικό
)
Συνώνυμα
στρατιά
στράτευμα
στρατιωτική δύναμη
3
Αντώνυμα
ειρήνη
αποστράτευση
2
Ορισμός
Μεγάλη οργανωμένη ομάδα ανθρώπων που είναι εξοπλισμένη και εκπαιδευμένη για να πολεμάει.
Η συλλογική δύναμη των ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας.
2
Παραδείγματα
Ο στρατός προετοιμάζεται για την επικείμενη μάχη.
Η χώρα διπλασίασε τον στρατό της για να αντιμετωπίσει την απειλή.
2