Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρατολογώ (ρήμα) - (παρόμοια:
στρατολόγηση
-
στρατό
-
στρατιά
-
στρατός
-
στρατονομία
)
Συνώνυμα
επιστρατεύω
κατατάσσω
προσλαμβάνω
3
Αντώνυμα
απολύω
αποχωρώ
αποστρατεύω
3
Ορισμός
Προσλαμβάνω άτομα για στρατιωτική υπηρεσία.
Συγκεντρώνω ή μαζεύω άτομα για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή ομάδα.
2
Παραδείγματα
Η κυβέρνηση αποφάσισε να στρατολογήσει νέους για να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις.
Ο σύλλογος στρατολόγησε εθελοντές για την οργάνωση του φεστιβάλ.
2