1. Λέξη
    στρατολογώ (ρήμα) - (παρόμοια: στρατολόγηση - στρατό - στρατιά - στρατός - στρατονομία)
  2. Συνώνυμα
    • επιστρατεύω
    • κατατάσσω
    • προσλαμβάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απολύω
    • αποχωρώ
    • αποστρατεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Προσλαμβάνω άτομα για στρατιωτική υπηρεσία.
    • Συγκεντρώνω ή μαζεύω άτομα για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή ομάδα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κυβέρνηση αποφάσισε να στρατολογήσει νέους για να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις.
    • Ο σύλλογος στρατολόγησε εθελοντές για την οργάνωση του φεστιβάλ.
    2