1. Λέξη
    στρατόπεδο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στρατό - στρατός - στρατιά)
  2. Συνώνυμα
    • καταυλισμός
    • στρατιωτική βάση
    • εστία
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποστρατιωτικοποίηση
    • αποχώρηση
    2
  4. Ορισμός
    • Μια περιοχή όπου στρατιωτικές δυνάμεις εγκαθίστανται προσωρινά ή μόνιμα για εκπαίδευση, αναψυχή ή άλλες στρατιωτικές δραστηριότητες.
    • Ένας χώρος όπου συγκεντρώνονται άνθρωποι για συγκεκριμένο σκοπό, όπως προσφυγικό στρατόπεδο ή στρατόπεδο εργασίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το στρατόπεδο ήταν γεμάτο στρατιώτες που προετοιμάζονταν για την άσκηση.
    • Οι πρόσφυγες ζούσαν σε ένα στρατόπεδο έξω από την πόλη.
    2