Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρατόπεδο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στρατό
-
στρατός
-
στρατιά
)
Συνώνυμα
καταυλισμός
στρατιωτική βάση
εστία
3
Αντώνυμα
αποστρατιωτικοποίηση
αποχώρηση
2
Ορισμός
Μια περιοχή όπου στρατιωτικές δυνάμεις εγκαθίστανται προσωρινά ή μόνιμα για εκπαίδευση, αναψυχή ή άλλες στρατιωτικές δραστηριότητες.
Ένας χώρος όπου συγκεντρώνονται άνθρωποι για συγκεκριμένο σκοπό, όπως προσφυγικό στρατόπεδο ή στρατόπεδο εργασίας.
2
Παραδείγματα
Το στρατόπεδο ήταν γεμάτο στρατιώτες που προετοιμάζονταν για την άσκηση.
Οι πρόσφυγες ζούσαν σε ένα στρατόπεδο έξω από την πόλη.
2