Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στριφογυρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
τριγυρίζω
)
Συνώνυμα
περιστρέφομαι
γυρίζω
στροβιλίζομαι
3
Αντώνυμα
παραμένω ακίνητος
σταθεροποιούμαι
2
Ορισμός
να κινούμαι γύρω από τον εαυτό μου ή γύρω από κάποιο σημείο με γρήγορες κινήσεις
να αλλάζω συνεχώς κατεύθυνση ή θέση
να βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης ή αναστάτωσης
3
Παραδείγματα
Ο δρόμος ήταν τόσο σκοτεινός που ένιωθα να στριφογυρίζω χωρίς να βρίσκω την έξοδο.
Τα φύλλα στριφογύριζαν στον αέρα πριν πέσουν στο έδαφος.
Μετά την απρόσμενη είδηση, το μυαλό του άρχισε να στριφογυρίζει.
3