1. Λέξη
    στριφογυρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: τριγυρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • περιστρέφομαι
    • γυρίζω
    • στροβιλίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • παραμένω ακίνητος
    • σταθεροποιούμαι
    2
  4. Ορισμός
    • να κινούμαι γύρω από τον εαυτό μου ή γύρω από κάποιο σημείο με γρήγορες κινήσεις
    • να αλλάζω συνεχώς κατεύθυνση ή θέση
    • να βρίσκομαι σε κατάσταση σύγχυσης ή αναστάτωσης
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν τόσο σκοτεινός που ένιωθα να στριφογυρίζω χωρίς να βρίσκω την έξοδο.
    • Τα φύλλα στριφογύριζαν στον αέρα πριν πέσουν στο έδαφος.
    • Μετά την απρόσμενη είδηση, το μυαλό του άρχισε να στριφογυρίζει.
    3