Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τριγυρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
περιτριγυρίζω
-
τριγυρνώ
-
τρίζω
-
τριγυρνάω
-
γυρίζω
-
στριφογυρίζω
)
Συνώνυμα
περιφέρομαι
γυρίζω
περιδιαβαίνω
3
Αντώνυμα
σταματώ
καθόμαι
παραμένω
3
Ορισμός
Κινώ γύρω από ένα συγκεκριμένο σημείο ή περιοχή.
Περιφέρομαι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.
Βρίσκομαι συχνά σε ένα συγκεκριμένο μέρος.
3
Παραδείγματα
Ο σκύλος τριγύριζε γύρω από το σπίτι.
Τα παιδιά τριγύριζαν στην πλατεία όλη την ημέρα.
Συχνά τον βλέπω να τριγυρίζει στην γειτονιά.
3