1. Λέξη
    συγκλίνω (ρήμα) - (παρόμοια: συγκρίνω - κλίνω)
  2. Συνώνυμα
    • συμπίπτω
    • συμβαίνω
    • συναντώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκλίνω
    • διαφεύγω
    • απομακρύνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Κινούμαι προς ένα κοινό σημείο ή κατεύθυνση.
    • Τείνω να συναντηθούν ή να συμπέσουν σε ένα σημείο.
    • Στα μαθηματικά, μια ακολουθία ή σειρά που πλησιάζει ένα ορισμένο όριο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι δρόμοι συγκλίνουν στο κέντρο της πόλης.
    • Οι απόψεις των δύο πολιτικών συγκλίνουν σε πολλά ζητήματα.
    • Η μαθηματική σειρά συγκλίνει προς τον αριθμό 2.
    3