Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγκλίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
συγκρίνω
-
κλίνω
)
Συνώνυμα
συμπίπτω
συμβαίνω
συναντώ
3
Αντώνυμα
αποκλίνω
διαφεύγω
απομακρύνομαι
3
Ορισμός
Κινούμαι προς ένα κοινό σημείο ή κατεύθυνση.
Τείνω να συναντηθούν ή να συμπέσουν σε ένα σημείο.
Στα μαθηματικά, μια ακολουθία ή σειρά που πλησιάζει ένα ορισμένο όριο.
3
Παραδείγματα
Οι δρόμοι συγκλίνουν στο κέντρο της πόλης.
Οι απόψεις των δύο πολιτικών συγκλίνουν σε πολλά ζητήματα.
Η μαθηματική σειρά συγκλίνει προς τον αριθμό 2.
3