Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
κλείνω
-
συγκλίνω
-
κλίνγκον
)
Συνώνυμα
λυγίζω
σκύβω
γέρνω
3
Αντώνυμα
ισιώνω
ορθώνω
2
Ορισμός
Λυγίζω ή γέρνω το σώμα ή κάποιο αντικείμενο.
Αλλάζω την κατεύθυνση ή τη θέση μου προς μια συγκεκριμένη πλευρά.
Υποκλίνομαι ή υποχωρώ.
3
Παραδείγματα
Ο άνεμος έκανε τα δέντρα να κλίνουν προς τα αριστερά.
Οι μαθητές κλίνουν το κεφάλι τους ως ένδειξη σεβασμού.
Η γνώμη του κλίνει υπέρ της πρότασής μας.
3