1. Λέξη
    κλίνω (ρήμα) - (παρόμοια: κλείνω - συγκλίνω - κλίνγκον)
  2. Συνώνυμα
    • λυγίζω
    • σκύβω
    • γέρνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ισιώνω
    • ορθώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Λυγίζω ή γέρνω το σώμα ή κάποιο αντικείμενο.
    • Αλλάζω την κατεύθυνση ή τη θέση μου προς μια συγκεκριμένη πλευρά.
    • Υποκλίνομαι ή υποχωρώ.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο άνεμος έκανε τα δέντρα να κλίνουν προς τα αριστερά.
    • Οι μαθητές κλίνουν το κεφάλι τους ως ένδειξη σεβασμού.
    • Η γνώμη του κλίνει υπέρ της πρότασής μας.
    3