Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγχωρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
συγχωρήσω
-
συγχωρέσω
-
συγχαρώ
-
συγχωρεμένος
)
Συνώνυμα
συγχωρώ
επιτρέπω
αφήνω
3
Αντώνυμα
απαγορεύω
αρνούμαι
απαγορεύω
3
Ορισμός
Να δίνεις σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι.
Να μην κρατάς κακία ή μνησικακία σε κάποιον για κάτι που έκανε.
2
Παραδείγματα
Συγχώρεσε τον φίλο του για το λάθος που έκανε.
Η δασκάλα συγχώρησε τον μαθητή που ξέχασε την εργασία του.
2