1. Λέξη
    συγχωρώ (ρήμα) - (παρόμοια: συγχωρήσω - συγχωρέσω - συγχαρώ - συγχωρεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • συγχωρώ
    • επιτρέπω
    • αφήνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απαγορεύω
    • αρνούμαι
    • απαγορεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να δίνεις σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι.
    • Να μην κρατάς κακία ή μνησικακία σε κάποιον για κάτι που έκανε.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συγχώρεσε τον φίλο του για το λάθος που έκανε.
    • Η δασκάλα συγχώρησε τον μαθητή που ξέχασε την εργασία του.
    2