Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγχωρεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
συγχυσμένος
-
συγχωρώ
-
συνδεδεμένος
-
συγκινημένος
-
συγχωρήσω
-
συγχωρέσω
)
Συνώνυμα
συγκεχωρημένος
επιεικής
συγχωρητικός
3
Αντώνυμα
ασυγχώρητος
αμείλικτος
ασυμβίβαστος
3
Ορισμός
που έχει συγχωρεθεί ή έχει λάβει συγχώρεση
που χαρακτηρίζεται από επιείκεια και κατανόηση
2
Παραδείγματα
Ήταν ένας συγχωρεμένος άνθρωπος που πάντα έδινε δεύτερες ευκαιρίες.
Τα λάθη του ήταν συγχωρεμένα λόγω της ηλικίας του.
2