Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συλλέγω (ρήμα) - (παρόμοια:
συλλέκτης
)
Συνώνυμα
μαζεύω
συγκεντρώνω
συγκροτώ
3
Αντώνυμα
διασκορπίζω
ξεσκονίζω
2
Ορισμός
Μαζεύω ή συγκεντρώνω διάφορα πράγματα ή πληροφορίες.
Συγκεντρώνω ή συλλέγω πληροφορίες, δεδομένα ή αντικείμενα.
2
Παραδείγματα
Συλλέγω γραμματόσημα ως χόμπι.
Οι ερευνητές συλλέγουν δεδομένα για τη μελέτη τους.
2