1. Λέξη
    συλλέγω (ρήμα) - (παρόμοια: συλλέκτης)
  2. Συνώνυμα
    • μαζεύω
    • συγκεντρώνω
    • συγκροτώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • διασκορπίζω
    • ξεσκονίζω
    2
  4. Ορισμός
    • Μαζεύω ή συγκεντρώνω διάφορα πράγματα ή πληροφορίες.
    • Συγκεντρώνω ή συλλέγω πληροφορίες, δεδομένα ή αντικείμενα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συλλέγω γραμματόσημα ως χόμπι.
    • Οι ερευνητές συλλέγουν δεδομένα για τη μελέτη τους.
    2