1. Λέξη
    συλλέκτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συμπλέκτης - συλλέγω)
  2. Συνώνυμα
    • συλλέκτης
    • συγκεντρωτής
    • αθροιστής
    3
  3. Αντώνυμα
    • διασκορπιστής
    • διαχύτης
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο ή μηχανισμός που συλλέγει ή συγκεντρώνει κάτι.
    • Συσκευή που συγκεντρώνει ή συλλέγει ενέργεια ή υλικά.
    • Στο χρηματοοικονομικό σύστημα, άτομο ή οντότητα που εισπράττει χρήματα ή φόρους.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο συλλέκτης γραμματοσήμων έχει μια εντυπωσιακή συλλογή.
    • Ο ηλιακός συλλέκτης χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση ηλιακής ενέργειας.
    • Ο φοροσυλλέκτης εισπράττει τους φόρους από τους πολίτες.
    3