Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συλλέκτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμπλέκτης
-
συλλέγω
)
Συνώνυμα
συλλέκτης
συγκεντρωτής
αθροιστής
3
Αντώνυμα
διασκορπιστής
διαχύτης
2
Ορισμός
Άτομο ή μηχανισμός που συλλέγει ή συγκεντρώνει κάτι.
Συσκευή που συγκεντρώνει ή συλλέγει ενέργεια ή υλικά.
Στο χρηματοοικονομικό σύστημα, άτομο ή οντότητα που εισπράττει χρήματα ή φόρους.
3
Παραδείγματα
Ο συλλέκτης γραμματοσήμων έχει μια εντυπωσιακή συλλογή.
Ο ηλιακός συλλέκτης χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση ηλιακής ενέργειας.
Ο φοροσυλλέκτης εισπράττει τους φόρους από τους πολίτες.
3