Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συλλαβή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συλλαβίζω
-
συλλαμβάνω
)
Συνώνυμα
μοιρασιά
φωνήεν
γράμμα
3
Αντώνυμα
ολόκληρη λέξη
φράση
2
Ορισμός
Η μικρότερη μονάδα οργάνωσης των φθόγγων σε μια γλώσσα, που συνήθως αποτελείται από ένα φωνήεν και ένα ή περισσότερα σύμφωνα.
Μια ομάδα γραμμάτων που προφέρονται μαζί σε μια λέξη.
2
Παραδείγματα
Η λέξη 'σχολείο' έχει τρεις συλλαβές: σχο-λει-ο.
Μια συλλαβή μπορεί να είναι ανοιχτή ή κλειστή.
2