1. Λέξη
    συμβίωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συμφιλίωση - συμβώ)
  2. Συνώνυμα
    • συνύπαρξη
    • συνεργασία
    • αλληλεξάρτηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανταγωνισμός
    • μοναξιά
    • απομόνωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η συνύπαρξη δύο ή περισσότερων οργανισμών σε μια σχέση που είναι ωφέλιμη για όλους τους εμπλεκόμενους.
    • Μια στενή και συχνά μακροχρόνια σχέση μεταξύ διαφορετικών βιολογικών ειδών.
    • Η αρμονική συνύπαρξη ανθρώπων ή ομάδων σε κοινωνικό ή επαγγελματικό πλαίσιο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η συμβίωση μεταξύ των αλγοναυτών και των κοραλλιών είναι κρίσιμη για την επιβίωση και των δύο ειδών.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, η συμβίωση των πολιτών ήταν θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας.
    • Οι σύγχρονες επιχειρήσεις αναζητούν συμβίωση με άλλες εταιρείες για να αυξήσουν την καινοτομία τους.
    3