Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβίωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμφιλίωση
-
συμβώ
)
Συνώνυμα
συνύπαρξη
συνεργασία
αλληλεξάρτηση
3
Αντώνυμα
ανταγωνισμός
μοναξιά
απομόνωση
3
Ορισμός
Η συνύπαρξη δύο ή περισσότερων οργανισμών σε μια σχέση που είναι ωφέλιμη για όλους τους εμπλεκόμενους.
Μια στενή και συχνά μακροχρόνια σχέση μεταξύ διαφορετικών βιολογικών ειδών.
Η αρμονική συνύπαρξη ανθρώπων ή ομάδων σε κοινωνικό ή επαγγελματικό πλαίσιο.
3
Παραδείγματα
Η συμβίωση μεταξύ των αλγοναυτών και των κοραλλιών είναι κρίσιμη για την επιβίωση και των δύο ειδών.
Στην αρχαία Ελλάδα, η συμβίωση των πολιτών ήταν θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας.
Οι σύγχρονες επιχειρήσεις αναζητούν συμβίωση με άλλες εταιρείες για να αυξήσουν την καινοτομία τους.
3