Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβώ (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβάν
-
συμβεί
-
συμβολή
-
συμβατός
-
συμβουλή
-
συμβίωση
-
συμβάλλω
-
συμβαίνω
)
Συνώνυμα
συνεργάζομαι
συνδράμομαι
συνυπάρχω
3
Αντώνυμα
αντιτίθεμαι
εναντιώνομαι
διαφωνώ
3
Ορισμός
1. Να συνεργάζομαι ή να συνδράμομαι με κάποιον για την επίτευξη ενός κοινού στόχου.
2. Να συνυπάρχω ή να συνυπάρχουν πολλά πράγματα ή φαινόμενα ταυτόχρονα.
2
Παραδείγματα
Οι δύο ομάδες συμβούν για να πετύχουν τον κοινό τους στόχο.
Σε αυτή την περίπτωση, πολλά παράγοντα συμβούν για να δημιουργήσουν το πρόβλημα.
2