Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβιβασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σεβασμός
-
συμβιβάζω
-
συνδυασμός
)
Συνώνυμα
συμφωνία
διακανονισμός
συμβιβαστική λύση
3
Αντώνυμα
διαφωνία
αντιπαράθεση
σύγκρουση
3
Ορισμός
Μια λύση που ικανοποιεί εν μέρει και τις δύο πλευρές μιας διαφοράς.
Η πράξη του να συμβιβάζεσαι με κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό για να αποφύγουν τη δικαστική διαμάχη.
Ο συμβιβασμός είναι συχνά απαραίτητος στις διαπροσωπικές σχέσεις.
2