1. Λέξη
    συμβιβάζω (ρήμα) - (παρόμοια: συμβιβάζομαι - συμβιβασμός)
  2. Συνώνυμα
    • συνδιαλλαγμαι
    • συμφιλιώνω
    • προσαρμόζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαφωνώ
    • αντιτίθεμαι
    • απομακρύνω
    3
  4. Ορισμός
    • 1. να φέρνω κάποιον σε συμφωνία ή συνεννόηση
    • 2. να προσαρμόζω ή να ταιριάζω διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους
    • 3. να κατευνάζω μια διαμάχη ή σύγκρουση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής προσπάθησε να συμβιβάσει τις δύο πλευρές της υπόθεσης.
    • Πρέπει να συμβιβάσουμε τις ανάγκες μας με τις δυνατότητές μας.
    • Μετά από πολλές συζητήσεις, κατάφεραν να συμβιβαστούν.
    3