Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβιβάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβιβάζομαι
-
συμβιβασμός
)
Συνώνυμα
συνδιαλλαγμαι
συμφιλιώνω
προσαρμόζω
3
Αντώνυμα
διαφωνώ
αντιτίθεμαι
απομακρύνω
3
Ορισμός
1. να φέρνω κάποιον σε συμφωνία ή συνεννόηση
2. να προσαρμόζω ή να ταιριάζω διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους
3. να κατευνάζω μια διαμάχη ή σύγκρουση
3
Παραδείγματα
Ο δικαστής προσπάθησε να συμβιβάσει τις δύο πλευρές της υπόθεσης.
Πρέπει να συμβιβάσουμε τις ανάγκες μας με τις δυνατότητές μας.
Μετά από πολλές συζητήσεις, κατάφεραν να συμβιβαστούν.
3