Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπάθεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συμπάσχω
-
συνήθεια
-
συμπόνια
)
Συνώνυμα
συναισθημα
ενσυναίσθηση
κατανόηση
οικειότητα
4
Αντώνυμα
αντιπάθεια
απέχθεια
αδιαφορία
3
Ορισμός
Η ικανότητα να νιώθουμε και να κατανοούμε τα συναισθήματα και τις εμπειρίες ενός άλλου ατόμου.
Μια θετική σχέση μεταξύ δύο ατόμων που βασίζεται σε αμοιβαία κατανόηση και αγάπη.
Η τάση να συμμερίζεσαι ή να ταυτίζεσαι με κάποιον άλλο.
3
Παραδείγματα
Η συμπάθεια που έδειξε ο γιατρός βοήθησε τον ασθενή να νιώσει καλύτερα.
Υπήρχε άμεση συμπάθεια μεταξύ των δύο γυναικών όταν γνωρίστηκαν.
Η συμπάθεια είναι σημαντική σε μια υγιή σχέση.
3