1. Λέξη
    συμπάσχω (ρήμα) - (παρόμοια: συμμετάσχω - πάσχω - συμπάθεια)
  2. Συνώνυμα
    • συμπονώ
    • συλλυπούμαι
    • συναισθάνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορώ
    • αποξενώνομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Νιώθω τον πόνο ή τη δυσφορία κάποιου άλλου και αντιδράω με συμπόνια.
    • Μοιράζομαι τα συναισθήματα κάποιου άλλου, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι αρνητικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συμπάσχω με τους φίλους μου όταν περνούν δύσκολες στιγμές.
    • Η ικανότητα να συμπάσχεις με τους άλλους είναι σημαντική για τις ανθρώπινες σχέσεις.
    2