1. Λέξη
    συμπεραίνω (ρήμα) - (παρόμοια: συμβαίνω - συμπεριλαμβάνω - συμπεριλάβω - συμπεριφορά)
  2. Συνώνυμα
    • καταλήγω
    • συμπερασματίζω
    • αποφασίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμφιβάλλω
    • διστάζω
    • αμφισβητώ
    3
  4. Ορισμός
    • να φτάνω σε ένα συμπέρασμα μετά από σκέψη ή ανάλυση
    • να βγάζω έναν τελικό ισχυρισμό με βάση διαθέσιμα στοιχεία
    2
  5. Παραδείγματα
    • Από τα στοιχεία που είχα, συμπέρανα ότι ήταν ένοχος.
    • Μετά από ώρες συζήτησης, συμπεράναμε ότι η πρόταση ήταν καλή.
    2