Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμπεραίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβαίνω
-
συμπεριλαμβάνω
-
συμπεριλάβω
-
συμπεριφορά
)
Συνώνυμα
καταλήγω
συμπερασματίζω
αποφασίζω
3
Αντώνυμα
αμφιβάλλω
διστάζω
αμφισβητώ
3
Ορισμός
να φτάνω σε ένα συμπέρασμα μετά από σκέψη ή ανάλυση
να βγάζω έναν τελικό ισχυρισμό με βάση διαθέσιμα στοιχεία
2
Παραδείγματα
Από τα στοιχεία που είχα, συμπέρανα ότι ήταν ένοχος.
Μετά από ώρες συζήτησης, συμπεράναμε ότι η πρόταση ήταν καλή.
2