1. Λέξη
    συμβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: συμβαίνει - συμπεραίνω - συμβατός - βαίνω - συμβώ - συμβαδίζω - επεμβαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • συμπίπτω
    • πραγματοποιούμαι
    • λαμβάνω χώρα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτυγχάνω
    • ακυρώνομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Να γίνεται κάτι, να λαμβάνει χώρα.
    • Να συμπίπτουν γεγονότα ή καταστάσεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συμβαίνει συχνά να ξεχνάμε τα πιο σημαντικά πράγματα.
    • Αυτό το γεγονός συνέβη πριν από δέκα χρόνια.
    2