Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβαίνει
-
συμπεραίνω
-
συμβατός
-
βαίνω
-
συμβώ
-
συμβαδίζω
-
επεμβαίνω
)
Συνώνυμα
συμπίπτω
πραγματοποιούμαι
λαμβάνω χώρα
3
Αντώνυμα
αποτυγχάνω
ακυρώνομαι
2
Ορισμός
Να γίνεται κάτι, να λαμβάνει χώρα.
Να συμπίπτουν γεγονότα ή καταστάσεις.
2
Παραδείγματα
Συμβαίνει συχνά να ξεχνάμε τα πιο σημαντικά πράγματα.
Αυτό το γεγονός συνέβη πριν από δέκα χρόνια.
2