1. Λέξη
    συμφιλιώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: συμμορφώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συνεννοούμαι
    • συμβιβάζομαι
    • καταλήγω σε συμφωνία
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαφωνώ
    • μαλώνω
    • συγκρούομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Επαναφέρω ή αποκτώ φιλικές σχέσεις με κάποιον μετά από διαφωνία ή καυγά.
    • Βρίσκω κοινό έδαφος με κάποιον ώστε να λυθούν οι διαφορές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από πολλά χρόνια, οι δυο τους κατάφεραν να συμφιλιωθούν.
    • Προσπάθησαν να συμφιλιωθούν μετά την τόσο μεγάλη διαφωνία τους.
    2