Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμφιλιώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
συμμορφώνομαι
)
Συνώνυμα
συνεννοούμαι
συμβιβάζομαι
καταλήγω σε συμφωνία
3
Αντώνυμα
διαφωνώ
μαλώνω
συγκρούομαι
3
Ορισμός
Επαναφέρω ή αποκτώ φιλικές σχέσεις με κάποιον μετά από διαφωνία ή καυγά.
Βρίσκω κοινό έδαφος με κάποιον ώστε να λυθούν οι διαφορές.
2
Παραδείγματα
Μετά από πολλά χρόνια, οι δυο τους κατάφεραν να συμφιλιωθούν.
Προσπάθησαν να συμφιλιωθούν μετά την τόσο μεγάλη διαφωνία τους.
2