Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμορφώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
μεταμορφώνομαι
-
συμφιλιώνομαι
-
καρφώνομαι
-
συμμορία
)
Συνώνυμα
συμμορφώνομαι
συμμορφώνομαι
συμμορφώνομαι
3
Αντώνυμα
αντιτίθεμαι
διαφωνώ
εναντιώνομαι
3
Ορισμός
Να ακολουθώ ή να υπακούω σε κανόνες, προϋποθέσεις ή απαιτήσεις.
Να προσαρμόζομαι σε ένα πρότυπο ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Οι μαθητές πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες του σχολείου.
Η εταιρεία συμμορφώθηκε με τις νέες περιβαλλοντικές κανονισμοθεσίες.
2