1. Λέξη
    συμμορφώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: μεταμορφώνομαι - συμφιλιώνομαι - καρφώνομαι - συμμορία)
  2. Συνώνυμα
    • συμμορφώνομαι
    • συμμορφώνομαι
    • συμμορφώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αντιτίθεμαι
    • διαφωνώ
    • εναντιώνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να ακολουθώ ή να υπακούω σε κανόνες, προϋποθέσεις ή απαιτήσεις.
    • Να προσαρμόζομαι σε ένα πρότυπο ή μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι μαθητές πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες του σχολείου.
    • Η εταιρεία συμμορφώθηκε με τις νέες περιβαλλοντικές κανονισμοθεσίες.
    2