Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμφοιτητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φοιτητής
-
συμμαθητής
)
Συνώνυμα
συμφοιτήτρια
συμφοιτήτριες
συμφοιτητές
3
Αντώνυμα
αντίπαλος
ανταγωνιστής
2
Ορισμός
Άτομο που σπουδάζει στην ίδια σχολή ή τμήμα με κάποιον άλλο.
Φοιτητής που ανήκει στην ίδια ομάδα ή τμήμα με κάποιον άλλο.
2
Παραδείγματα
Ο συμφοιτητής μου με βοήθησε να καταλάβω το μάθημα.
Πήγαμε για καφέ με τους συμφοιτητές μου μετά το μάθημα.
2