Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμαθητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαθητής
-
συμφοιτητής
-
συμμαθήτρια
)
Συνώνυμα
συμφοιτητής
συμμαθητής
συνομήλικος
3
Αντώνυμα
δάσκαλος
καθηγητής
2
Ορισμός
Άτομο που παρακολουθεί μαζί με άλλον ή άλλους τα ίδια μαθήματα στο σχολείο ή σε άλλη εκπαιδευτική δομή.
Φοιτητής που σπουδάζει στην ίδια σχολή ή τμήμα με άλλον φοιτητή.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης είναι ο καλύτερος μου συμμαθητής στο σχολείο.
Η Μαρία και η Ελένη είναι συμμαθήτριες στο πανεπιστήμιο.
2