1. Λέξη
    συμμαθητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μαθητής - συμφοιτητής - συμμαθήτρια)
  2. Συνώνυμα
    • συμφοιτητής
    • συμμαθητής
    • συνομήλικος
    3
  3. Αντώνυμα
    • δάσκαλος
    • καθηγητής
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που παρακολουθεί μαζί με άλλον ή άλλους τα ίδια μαθήματα στο σχολείο ή σε άλλη εκπαιδευτική δομή.
    • Φοιτητής που σπουδάζει στην ίδια σχολή ή τμήμα με άλλον φοιτητή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Γιάννης είναι ο καλύτερος μου συμμαθητής στο σχολείο.
    • Η Μαρία και η Ελένη είναι συμμαθήτριες στο πανεπιστήμιο.
    2