Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνένοχος (επίθετο) - (παρόμοια:
ένοχος
)
Συνώνυμα
συμμέτοχος
συνεργός
συνεπικουρούμενος
3
Αντώνυμα
αθώος
ανένδοχος
αμέτοχος
3
Ορισμός
Που συμμετέχει σε μια παράνομη ενέργεια ή έγκλημα.
Που εμπλέκεται σε μια κατάσταση ή πράξη, συνήθως με αρνητική σημασία.
2
Παραδείγματα
Ο συνένοχος του εγκλήματος συνελήφθη χθες.
Ήταν συνένοχος στη διαφθορά που αποκαλύφθηκε.
2