1. Λέξη
    συνένοχος (επίθετο) - (παρόμοια: ένοχος)
  2. Συνώνυμα
    • συμμέτοχος
    • συνεργός
    • συνεπικουρούμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθώος
    • ανένδοχος
    • αμέτοχος
    3
  4. Ορισμός
    • Που συμμετέχει σε μια παράνομη ενέργεια ή έγκλημα.
    • Που εμπλέκεται σε μια κατάσταση ή πράξη, συνήθως με αρνητική σημασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο συνένοχος του εγκλήματος συνελήφθη χθες.
    • Ήταν συνένοχος στη διαφθορά που αποκαλύφθηκε.
    2