1. Λέξη
    ένοχος (επίθετο) - (παρόμοια: συνένοχος - έξοχος - ένοπλος - ένορκος - ένοικος)
  2. Συνώνυμα
    • κατηγορούμενος
    • υπαίτιος
    • φταίχτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθώος
    • αμέτοχος
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει διαπράξει κάποια αδίκημα ή αξιόποινη πράξη.
    • Αυτός που φέρει την ευθύνη για κάτι κακό ή αρνητικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής κήρυξε τον άνδρα ένοχο για την κλοπή.
    • Μετά την έρευνα, αποδείχθηκε ότι ήταν ένοχος για το ατύχημα.
    2