Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ένοχος (επίθετο) - (παρόμοια:
συνένοχος
-
έξοχος
-
ένοπλος
-
ένορκος
-
ένοικος
)
Συνώνυμα
κατηγορούμενος
υπαίτιος
φταίχτης
3
Αντώνυμα
αθώος
αμέτοχος
2
Ορισμός
Αυτός που έχει διαπράξει κάποια αδίκημα ή αξιόποινη πράξη.
Αυτός που φέρει την ευθύνη για κάτι κακό ή αρνητικό.
2
Παραδείγματα
Ο δικαστής κήρυξε τον άνδρα ένοχο για την κλοπή.
Μετά την έρευνα, αποδείχθηκε ότι ήταν ένοχος για το ατύχημα.
2